-
1 ἐκ-φέρω
ἐκ-φέρω (s. φέρω), 1) heraustragen, herausbringen; νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεϑλα Il. 23, 759; ἐξέφερον πολέμοιο 5, 664; Soph. Phil. 647; τεύχη Eur. Phoen. 779; Ar. Ach. 1109; ὅπλα ἐκ τοῠ μεγάρου Her. 8, 37; aus dem Meere ans Ufer, vom Arion, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον 1, 24; πόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. Hec. 701; ὥσπερ ἀτραπὸς ἐκφέρει, der Pfad führt heraus, Plat. Phaed. 66 b; wegtragen entwenden, Od. 15, 470; – med., χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ihr Lager heraustragend, Plat. Conv. 220 d; νίκην, (für sich) davontragen, Her. 6, 103; κλέος, sich erwerben, Soph. El. 60; Tr. 497; δόξαν Dem. 14, 1. Bes. – a) zum Begräbniß hinaustragen, bestatten; Il. 24, 786; ἐξενεῖκαι αὐτὸν κάλλιστα καὶ ϑάψαι Her. 7, 117; Plat. Phaed. 115 e; Eur. Alc. 716 u. Folgde. – b) von der Erde, hervorbringeningen; καρπόν Her. 1, 193; εἰς φῶς κύημα Plat. Rep. V, 461 c, ans Licht treten lassen; λόγον ἐξήνεγκας Soph. Trach. 733, vorbringen, wie öfter Plat., z. B. Menex. 236 c; kund werden lassen, aussprechen, δεῖγμα εἰς φῶς Legg. VII, 788 c, s. unter 2); oft δεῖγμα, Dem. 19, 12. 23, 175, wie μαρτυρίας τῆς ὕβρεως, Beweise geben, 45, 80. Auch μισϑοῖο τέλος, herbeiführen, Il. 21, 450, wie πόλεμον, anstiften, Dem. 1, 21; πρός τινα, Xen. Hell. 3, 5, 1, wie Luc. Prom. 13; κατά τινος, Xen. Hell. 4, 8, 6; τινί, Pol.; μῖσος ἔς τινας, 15, 27, 3; νοῦν, Plut. Dem. 10. – Von Schriftstellern, herausgeben, Plat. Parm. 128 e u. Sp.; Ἀριστοφάνης ὅτε τὰς Νεφέλας ἐξέφερε, als er sie aufführte, Plut. educ. lib. 14; – Ἀπόλλωνα τὴν ἰατρικὴν ἐξενεγκεῖν, erfunden haben, D. Sic. 5, 74. – 2) ausbringen, unter die Leute bringen, bekannt machen; ἐξοισϑήσεται εἰς Ἕλληνας Eur. Suppl. 577; τὴν ἀπάτην, ἐπιχείρησιν, Her. 3, 74. 8, 132; εἰς τὸ φῶς (s. oben 1 b); ἔργα εἰς τὴν ἀγοράν Aesch. 1, 97; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isocr. 8, 14; εἰς τὸ στράτευμα λόγον, bringt ein Gerede unter das Heer, Xen. An. 5, 6, 17; πρὸς οὐδένα τοὺς λόγους Plut. Them. 23, Keinem mittheilen; ἐπὶ γέλωτι τὰς οἴκοι διατριβάς Pericl. 36; τοὺς λόγους πρὸς αὐτούς Dem. 53, 14; συνϑήκας, vorlegen, 33, 18; εἰς, bes. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον, zur Genehmigung vors Volk bringen, 59, 4; τέλος, ein Edikt erlassen, Plut. Them. 12; vgl. Coriol. 6; D. Hal. 7, 35. 48; χρηστήριον, ein Orakel verkündigen, Her. 5, 79, u. oft ohne Zusatz; εὐχήν Xen. An. 1, 9, 11; Sp.; – ὑαγόνα διὰ τοῦ υ στοιχείου ἐκφέροντες, mit dem υ aussprechen, Ath. III, 94 f; öfter in Schol. – Auch im med., γνώμην ἐκφέρεσϑαι Her. 5, 36, seine Meinung aussprechen. – 3) bis ans Ziel führen; τὸ μόρσιμον, brachte zur Erfüllung, Pind. N. 4, 61; διὰ τῶν ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχϑείη Dem. 61, 7. von Schwangeren, die Leibesfrucht vollständig austragen, Arist. Auch intr., Soph. ὁρᾷς τὰ τοῦδε ὡς ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, in Erfüllung gehen, O. C. 1426; ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, zu Ende gehen, Trach. 821. – 4) fortreißen; vom Pferde, Xen. De re equest. 3, 4; auch intr., durchgehen; aber Il. 23, 376. 759 auslaufen, hervorrennen; sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῠν ἐκφέρει Luc. D. Mort. 6, 2. – Von Affecten u. dgl. hingerissen werden; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς πλεῖστον ἐκφερόμενοι Thuc. 3, 84; πρὸς ὀργήν Soph. El. 618; πρὸς αἰδῶ Eur. Alc. 601; λέγων ἐξηνέχϑην, in der Rede ließ ich mich fortreißen, habe das Wahre verfehlt, Plat. Crat. 425 a; ἐνταῠϑα ἐξηνέχϑην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει, ich wurde auf das, was Pr. sagt, geführt, 386 a; ἐξενεχϑεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσϑαι Rep. X, 606 c.
-
2 ἐκφέρω
Aἐξοίσω Hdt.3.71
: [dialect] Ion. [tense] aor. ἐξήνεικα:—[voice] Pass.,ἐξοισθήσομαι E.Supp. 561
: [tense] fut. [voice] Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:— carry out of,τινὰ πολέμοιο Il.5.664
, etc.;ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37
, cf. E.Ph. 779;ἐ. πεύκας Ar.Fr. 599
;γραμματεῖον Id.Nu. 19
;ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk. 332
.2 carry out a corpse for burial,ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786
, cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 ([voice] Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσινἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8
.3 carry away,τρί' ἄλεισα Od.15.470
, cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward,ἄεθλον Il.23.785
:—more freq. in [voice] Med., τὠυτὸ (of a victory)ἐξενείκασθαι Hdt.6.103
; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.4 carry ashore,ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24
, etc.; cast ashore,πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec. 701
:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.II bring forth, in various senses:1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19;εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c
, cf. Arist. HA 577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA 731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐ. Hdt.1.193, 4.198.2 bring about, accomplish,μισθοῖο τέλος Il.21.451
;τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61
;κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1
:—[voice] Pass., .3 publish, deliver,χρηστήριον Hdt.5.79
;ἐ. λόγον S.Tr. 741
, Pl.Mx. 236c, cf. Plu.Them.23; ; of public measures, refer,ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5
;ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79
; ἐ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in [voice] Med.,ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125
): abs., freq. in [dialect] Att. Inscrr.,ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61
, cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po. 1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—[voice] Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην declare one's opinion, Isoc.5.36:—[voice] Pass.,εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp. 561
.4 produce, exhibit, Lys.19.30; display,δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg. 788c
, cf. D.19.12;φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3
;ἐ. τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74
.6 put forth, exert, :—and in [voice] Med., (lyr.).9 ὅρον ἐ. produce a definition, Arist.Metaph. 1040b2; express,διάνοιαν Phld.Po.5.26
, al.; ' word' a sentence, D.H.Comp.3 ([voice] Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib. 142; πρὸς ἑαυτὸν ἐ. soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.b [voice] Pass., of words, to be formed,κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc. 220
;ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28
; διὰ τοῦ ε ¯ ἐ. ib.193.5.III [voice] Pass., to be carried beyond bounds, : mostly metaph., to be carried away by passion,ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84
, cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El. 628; ἐ. πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc. 601 (lyr.);λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra. 425a
; ;πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34
; πάθος defined asὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92
:—later in [voice] Act., [θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21
.IV bring to one's end, bring on to the trail,εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7
; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—[voice] Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra. 386a.V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest),ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376
, cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.2 come to fulfilment,ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC 1424
; come to an end, Id.Tr. 824 (lyr.).
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Πατρών — Το μουσείο στεγάζεται στον έκτο όροφο του Μεγάρου Λόγου και Τέχνης, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, και στο νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Ιδρύθηκε από την Ιστορική και Εθνολογική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek